Epäselvä kreikaksi
Käännös: epäselvä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ακαθόριστος, σκοτεινός, αμυδρός, κρύβω, χνουδάτος, διφορούμενος, ομιχλώδης, δυσνόητος, ασαφής, αδιαφανής, δυσανάγνωστος, ασαφές, ασαφείς, ασαφή, σαφές
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: epäselvä
epäselvä englanniksi, epäselvä ero, epäselvä kuume, epäselvä käsiala, epäselvä merkitys, epäselvä kielisanakirja kreikka, epäselvä kreikaksi
Käännökset
- epäröivä kreikaksi - διστακτικός, αμφίβολος, διστακτικοί, διστακτική, διστάζουν, διστακτικό
- epäselvyys kreikaksi - ασάφεια, παραζάλη, κυκεώνας, σύγχυση, αμφισημία, ασάφειας, αμφιβολία, ...
- epäsikiö kreikaksi - τέρας, κτήνος, έκτρωση, άμβλωση, αποβολή, την άμβλωση, η άμβλωση
Satunnaisia sanoja
Epäselvä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ακαθόριστος, σκοτεινός, αμυδρός, κρύβω, χνουδάτος, διφορούμενος, ομιχλώδης, δυσνόητος, ασαφής, αδιαφανής, δυσανάγνωστος, ασαφές, ασαφείς, ασαφή, σαφές
Käännökset: ακαθόριστος, σκοτεινός, αμυδρός, κρύβω, χνουδάτος, διφορούμενος, ομιχλώδης, δυσνόητος, ασαφής, αδιαφανής, δυσανάγνωστος, ασαφές, ασαφείς, ασαφή, σαφές