Häiritä kreikaksi
Käännös: häiritä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
επεμβαίνω, αποσπώ, διαταραχή, μπελάς, παρεμβαίνω, παρενοχλώ, πάθηση, διασπώ, φασαρία, αταξία, ενοχλώ, ταλαιπωρία, καταστρέφω, διακόπτω, ακαταστασία, ανησυχία, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: häiritä
häiritä englanniksi, häiritä italiaksi, häiritä merkitys, häiritä ranskaksi, häiritä ruotsiksi, häiritä kielisanakirja kreikka, häiritä kreikaksi
Käännökset
- häirintä kreikaksi - εμπόδιο, παρακώλυση, παρεμβολή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
- häiritsevä kreikaksi - διασπαστικός, αποδιοργανωτικός, διασπαστική, αποδιοργανωτική, διασπαστικές
- häiriö kreikaksi - αταξία, εμπόδιο, ενόχληση, παρακώλυση, ακαταστασία, διαταραχή, θόρυβος, ...
- häiskä kreikaksi - άντρας, παιδί, συνάδελφος, τύπος
Satunnaisia sanoja
Häiritä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: επεμβαίνω, αποσπώ, διαταραχή, μπελάς, παρεμβαίνω, παρενοχλώ, πάθηση, διασπώ, φασαρία, αταξία, ενοχλώ, ταλαιπωρία, καταστρέφω, διακόπτω, ακαταστασία, ανησυχία, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται
Käännökset: επεμβαίνω, αποσπώ, διαταραχή, μπελάς, παρεμβαίνω, παρενοχλώ, πάθηση, διασπώ, φασαρία, αταξία, ενοχλώ, ταλαιπωρία, καταστρέφω, διακόπτω, ακαταστασία, ανησυχία, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται