Rotu kreikaksi
Käännös: rotu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
στραμπουλίζω, παρακρατώ, τεντώνω, ποικιλία, απόθεμα, διηθώ, ράτσα, ζόρι, γεννοβολώ, αναπαράγω, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: rotu
rotu englanniksi, rotu generaattori, rotu ihminen, rotu ja älykkyys, rotu merkitys, rotu kielisanakirja kreikka, rotu kreikaksi
Käännökset
- rotta kreikaksi - αρουραίος, αρουραίου, αρουραίο, επίμυος, αρουραίων
- rotuerottelu kreikaksi - πολιτική φυλετικού διαχωρισμού, απαρτχάιντ, του απαρτχάιντ, το απαρτχάιντ, φυλετικού διαχωρισμού
- rotukiihkoilija kreikaksi - ρατσιστής, φυλετικής, φυλετική, φυλετικών, φυλετικές, τη φυλετική
Satunnaisia sanoja
Rotu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: στραμπουλίζω, παρακρατώ, τεντώνω, ποικιλία, απόθεμα, διηθώ, ράτσα, ζόρι, γεννοβολώ, αναπαράγω, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας
Käännökset: στραμπουλίζω, παρακρατώ, τεντώνω, ποικιλία, απόθεμα, διηθώ, ράτσα, ζόρι, γεννοβολώ, αναπαράγω, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας