Vähentää kreikaksi
Käännös: vähentää, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
κομψός, μικραίνω, κόβω, μειώνομαι, ψαλιδίζω, ταπεινώνω, ελαττώνω, χαμηλώνω, συρρικνώνομαι, μειώνω, κλαδεύω, μείωση, κόψιμο, κουρεύω, περιορίζω, κοπή, μειώσει, να μειώσει, μειώσουν, μειώνουν
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: vähentää
cheek pyrkiny vähentää, pyrkiny vähentää, pyrkiny vähentää lyrics, vähentää englanniksi, vähentää kolesterolia, vähentää kielisanakirja kreikka, vähentää kreikaksi
Käännökset
- vähennys kreikaksi - μείωση, έκπτωση, αναγωγή, περιστολή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
- vähentyä kreikaksi - κλίνω, μαρασμός, ξεπεσμός, ελαττώνομαι, μείωση, μειωθεί, μειώσει, ...
- vähetä kreikaksi - κλίνω, ξεπεσμός, μαρασμός, μείωση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, ...
- vähin kreikaksi - ελάχιστος, στο, κατά, στη, σε, στην
Satunnaisia sanoja
Vähentää kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: κομψός, μικραίνω, κόβω, μειώνομαι, ψαλιδίζω, ταπεινώνω, ελαττώνω, χαμηλώνω, συρρικνώνομαι, μειώνω, κλαδεύω, μείωση, κόψιμο, κουρεύω, περιορίζω, κοπή, μειώσει, να μειώσει, μειώσουν, μειώνουν
Käännökset: κομψός, μικραίνω, κόβω, μειώνομαι, ψαλιδίζω, ταπεινώνω, ελαττώνω, χαμηλώνω, συρρικνώνομαι, μειώνω, κλαδεύω, μείωση, κόψιμο, κουρεύω, περιορίζω, κοπή, μειώσει, να μειώσει, μειώσουν, μειώνουν