Väittää kreikaksi
Käännös: väittää, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πιστοποιώ, ισχυρίζομαι, δηλώνω, διεκδικώ, αποδεικνύω, υποστηρίζω, κατηγορώ, προσποιούμαι, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: väittää
kuinka voit väittää, näyttää saksaksi, väittää englanniksi, väittää merkitys, väittää myytti pyhä ja miehet luulee yhä, väittää kielisanakirja kreikka, väittää kreikaksi
Käännökset
- väittely kreikaksi - επιχείρημα, διαφωνία, παζαρεύω, διένεξη, διαφορά, συζήτηση, διεκδικώ, ...
- väittäminen kreikaksi - διαβεβαίωση, Διεκδίκηση, Ισχυρισμός, υποστηρίζοντας, Ισχυρισμός ότι, ισχυριζόμενος
- väitöskirja kreikaksi - διατριβή, εργασία, διατριβής, θέση, εργασίας
- väkevyys kreikaksi - ρώμη, δύναμη, εξουσία, κύρος, ισχύς, αντοχή, αντοχής, ...
Satunnaisia sanoja
Väittää kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πιστοποιώ, ισχυρίζομαι, δηλώνω, διεκδικώ, αποδεικνύω, υποστηρίζω, κατηγορώ, προσποιούμαι, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης
Käännökset: πιστοποιώ, ισχυρίζομαι, δηλώνω, διεκδικώ, αποδεικνύω, υποστηρίζω, κατηγορώ, προσποιούμαι, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης