Âgé en grec
Traduction: âgé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ηλικία, εποχή, διάστημα, περίοδος, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Autres langues
Mots associés / Définition (def): âgé
le moyen âge, moyen age, moyen âge, page blanche, page jaune, âgé dictionnaire de langue grec, âgé en grec
Traductions
- âcre en grec - καυστικός, άγριος, στυφός, σέρτικος, αιχμηρός, σκληρός, πόρνη, ...
- âcreté en grec - στυφότητα, οξύτητα, πικρία, δριμύτητα, πικάντικη γεύση, πικάντικου, δριμύος, ...
- âgé en grec - παλαιός, γέρικος, ηλικιωμένος, γέρος, ηλικίας, παλιός, παλιά, ...
- âme en grec - φυλάξου, πνεύμα, ψυχή, γρύλος, οπτασία, φάντασμα, ψυχοσύνθεση, ...
Mots aléatoires
Âgé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ηλικία, εποχή, διάστημα, περίοδος, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Traductions: ηλικία, εποχή, διάστημα, περίοδος, ηλικίας, την ηλικία, ετών