Éclore en grec
Traduction: éclore, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανθίζω, ανθώ, πρωτοεμφανίζομαι, επιτυγχάνω, ευημερώ, ακμάζω, κραδαίνω, μπουμπούκι, μπουκαπόρτα, άνοιγμα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): éclore
conjugaison éclore, éclore anglais, éclore antonymes, éclore conj, éclore conjugaison, éclore dictionnaire de langue grec, éclore en grec
Traductions
- éclopé en grec - κουτσός, κουτσό, lame, λαμέ, χωλός
- éclosion en grec - άνοιγμα, εκδήλωση, επωάζω, έκρηξη, επώαση, εκκολάπτομαι, μπουκαπόρτα, ...
- écluse en grec - κλειδαριά, άνοιγμα, εκκολάπτομαι, επωάζω, μπουκαπόρτα, κλειδώσετε, κλειδώσει, ...
Mots aléatoires
Éclore en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανθίζω, ανθώ, πρωτοεμφανίζομαι, επιτυγχάνω, ευημερώ, ακμάζω, κραδαίνω, μπουμπούκι, μπουκαπόρτα, άνοιγμα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
Traductions: ανθίζω, ανθώ, πρωτοεμφανίζομαι, επιτυγχάνω, ευημερώ, ακμάζω, κραδαίνω, μπουμπούκι, μπουκαπόρτα, άνοιγμα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται