Écluse en grec
Traduction: écluse, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κλειδαριά, άνοιγμα, εκκολάπτομαι, επωάζω, μπουκαπόρτα, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλειδώνει, κλειδώστε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): écluse
cannes écluse, ecluse, une écluse, écluse 16, écluse antonymes, écluse dictionnaire de langue grec, écluse en grec
Traductions
- éclore en grec - ανθίζω, ανθώ, πρωτοεμφανίζομαι, επιτυγχάνω, ευημερώ, ακμάζω, κραδαίνω, ...
- éclosion en grec - άνοιγμα, εκδήλωση, επωάζω, έκρηξη, επώαση, εκκολάπτομαι, μπουκαπόρτα, ...
- éclusier en grec - lockkeeper
- écoeurant en grec - φιλάσθενος, αηδιαστικός, αηδιαστικό, αηδιαστική, αηδιαστικές, αηδιαστικά
Mots aléatoires
Écluse en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κλειδαριά, άνοιγμα, εκκολάπτομαι, επωάζω, μπουκαπόρτα, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλειδώνει, κλειδώστε
Traductions: κλειδαριά, άνοιγμα, εκκολάπτομαι, επωάζω, μπουκαπόρτα, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλειδώνει, κλειδώστε