Épargne en grec
Traduction: épargne, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
λιτότητα, οικονομία, αποταμίευση, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση
Autres langues
Mots associés / Définition (def): épargne
caisse, caisse d épargne, caisse épargne, caisse épargne compte, compte épargne, épargne dictionnaire de langue grec, épargne en grec
Traductions
- épargnai en grec - γλιτώσει, κάθε δυνατή, γλίτωσε, καταβληθεί κάθε, αποφύγει
- épargnant en grec - αποταμίευση, φειδωλός, λιτός, οικονομία, Εξοικονόμηση, προφύλαξη, προφύλαξης, ...
- épargnent en grec - αποταμιεύω, διασώζω, εκτός, αποκρούω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, ...
- épargner en grec - ξαλαφρώνω, διασώζω, ανακουφίζω, εκτός, αποκρούω, συντηρώ, διατηρώ, ...
Mots aléatoires
Épargne en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: λιτότητα, οικονομία, αποταμίευση, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση
Traductions: λιτότητα, οικονομία, αποταμίευση, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση