Épouvantable en grec
Traduction: épouvantable, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
θανάσιμος, οδυνηρός, αποκρουστικός, φοβερός, αλγεινός, σκληρός, τρομακτικός, άσχημος, φρικτός, αυστηρός, θνητός, επιβλητικός, άρρωστος, απαίσιος, μακάβριος, εναγής, τρομερός, τρομακτικό, φοβερή, τρομακτική, frightful
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): épouvantable
épouvantable antonymes, épouvantable en anglais, épouvantable encyclopédie des fantômes, épouvantable grammaire, épouvantable mots croisés, épouvantable dictionnaire de langue grec, épouvantable en grec
Traductions
- épousées en grec - παντρεμένος, παντρεμένη, ευαγγελίζεται, ενστερνίστηκε, ενστερνίζεται, ασπάζεται, που ασπάζεται
- épousés en grec - παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
- épouvantablement en grec - φοβερά, τρομερά, φρικτά, τρομακτικά, συγκλονιστικά
- épouvantail en grec - φόβος, εκφοβίζω, τρόμος, τρομάζω, σκιάχτρο, σκιάχτρου, Scarecrow, ...
Mots aléatoires
Épouvantable en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: θανάσιμος, οδυνηρός, αποκρουστικός, φοβερός, αλγεινός, σκληρός, τρομακτικός, άσχημος, φρικτός, αυστηρός, θνητός, επιβλητικός, άρρωστος, απαίσιος, μακάβριος, εναγής, τρομερός, τρομακτικό, φοβερή, τρομακτική, frightful
Traductions: θανάσιμος, οδυνηρός, αποκρουστικός, φοβερός, αλγεινός, σκληρός, τρομακτικός, άσχημος, φρικτός, αυστηρός, θνητός, επιβλητικός, άρρωστος, απαίσιος, μακάβριος, εναγής, τρομερός, τρομακτικό, φοβερή, τρομακτική, frightful