Étreindre en grec
Traduction: étreindre, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αγκαλιάζω, πιάνω, συμπιέζω, αρπάζω, στύβω, ζουλώ, πατικώνω, κλώσημα, κράτημα, σφίγγω, κλειδαριά, στριμώχνω, λαβή, απομόνωση, αγκάλιασμα, αγκαλιά, αγκαλιάζουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): étreindre
étreindre antonymes, étreindre conjuguer, étreindre grammaire, étreindre mots croisés, étreindre passé simple, étreindre dictionnaire de langue grec, étreindre en grec
Traductions
- étreignons en grec - σφίγγω, πιάνω, συλλαμβάνω, αγκάλιασμα, αγκαλιάζω, αγκαλιά, αγκαλιάζουν
- étreignîmes en grec - αγκάλιασε, αγκάλιασε τα, αγκάλιασα, αγκαλιάσει, αγκάλιασαν
- étreins en grec - πιάνω, συλλαμβάνω, σφίγγω, αγκαλιάζω, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, ...
- étreint en grec - αγκαλιές, αγκαλιάζει, αγκαλιάσματα, τις αγκαλιές, αγκαλιά
Mots aléatoires
Étreindre en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αγκαλιάζω, πιάνω, συμπιέζω, αρπάζω, στύβω, ζουλώ, πατικώνω, κλώσημα, κράτημα, σφίγγω, κλειδαριά, στριμώχνω, λαβή, απομόνωση, αγκάλιασμα, αγκαλιά, αγκαλιάζουν
Traductions: αγκαλιάζω, πιάνω, συμπιέζω, αρπάζω, στύβω, ζουλώ, πατικώνω, κλώσημα, κράτημα, σφίγγω, κλειδαριά, στριμώχνω, λαβή, απομόνωση, αγκάλιασμα, αγκαλιά, αγκαλιάζουν