Éveillé en grec
Traduction: éveillé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ζωντανός, άγρυπνος, δροσερός, ζωηρός, φρέσκος, νωπός, εξυπνότατος, ξύπνιος, σε πλήρη εγρήγορση, ξύπνια, πλήρη εγρήγορση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): éveillé
comment rester éveillé, eveillé 65 eden eternal, rester éveillé, reve éveillé, rêve éveillé, éveillé dictionnaire de langue grec, éveillé en grec
Traductions
- éveil en grec - άγρυπνος, ετοιμότητα, προειδοποίηση, ξύπνημα, επαγρύπνηση, αφύπνιση, αφύπνισης, ...
- éveiller en grec - διεγείρω, σηκώνω, αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, ξυπνώ, ξεσηκώνω, ...
- évent en grec - πηγή, βρύση, blowhole, μικρών διάκενων
- éventail en grec - πλατύς, φάρδος, οπαδός, ανεμιστήρας, εμβέλεια, βεντάλια, διακυμαίνομαι, ...
Mots aléatoires
Éveillé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ζωντανός, άγρυπνος, δροσερός, ζωηρός, φρέσκος, νωπός, εξυπνότατος, ξύπνιος, σε πλήρη εγρήγορση, ξύπνια, πλήρη εγρήγορση
Traductions: ζωντανός, άγρυπνος, δροσερός, ζωηρός, φρέσκος, νωπός, εξυπνότατος, ξύπνιος, σε πλήρη εγρήγορση, ξύπνια, πλήρη εγρήγορση