Abattement en grec
Traduction: abattement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
έκπτωση, κόπωση, περιστολή, κατάθλιψη, ύφεση, αναγωγή, κούραση, μείωση, κόπος, σκόντο, ελάττωση, κατήφεια, αποθάρρυνση, μελαγχολία, δυσθυμία
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): abattement
abattement 10, abattement 10 impots, abattement antonymes, abattement assurance vie, abattement csg, abattement dictionnaire de langue grec, abattement en grec
Traductions
- abattage en grec - πελεκώ, σφαγή, σφαγής, τη σφαγή, θανάτωση
- abattant en grec - παλλόμενος, φτεροκοπώ, πτερύγιο, πτερυγίου, καπάκι, πτερυγίων, φτερού
- abattent en grec - χτυπώ, νικώ, δέρνω, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, ...
- abatteur en grec - σφαγέας, σφαγέα, σφαγείο, σφαγεύς
Mots aléatoires
Abattement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: έκπτωση, κόπωση, περιστολή, κατάθλιψη, ύφεση, αναγωγή, κούραση, μείωση, κόπος, σκόντο, ελάττωση, κατήφεια, αποθάρρυνση, μελαγχολία, δυσθυμία
Traductions: έκπτωση, κόπωση, περιστολή, κατάθλιψη, ύφεση, αναγωγή, κούραση, μείωση, κόπος, σκόντο, ελάττωση, κατήφεια, αποθάρρυνση, μελαγχολία, δυσθυμία