Accessoire en grec
Traduction: accessoire, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επικουρικός, ασήμαντος, υποβοηθητικός, συν, πριμ, τυχαίος, θυγατρική, επιχορήγηση, υπεξούσιος, ακίνητο, κτήμα, δευτερεύων, συμπληρωματικός, επίδομα, μικρός, υφιστάμενος, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): accessoire
accessoire antonymes, accessoire auto, accessoire camping car, accessoire cheveux, accessoire chien, accessoire dictionnaire de langue grec, accessoire en grec
Traductions
- accessible en grec - ευπροσήγορος, ευπρόσιτος, διαθέσιμος, προσηνής, προσιτός, προσπελάσιμος, προσβάσιμο, ...
- accession en grec - καταχώρηση, συγκατανεύω, λήμμα, είσοδος, προσχώρηση, απόκτημα, άνοδος, ...
- accessoires en grec - αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
- accident en grec - αποτολμώ, ατύχημα, πανωλεθρία, συγκυρία, άθλημα, ευκαιρία, κραχ, ...
Mots aléatoires
Accessoire en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επικουρικός, ασήμαντος, υποβοηθητικός, συν, πριμ, τυχαίος, θυγατρική, επιχορήγηση, υπεξούσιος, ακίνητο, κτήμα, δευτερεύων, συμπληρωματικός, επίδομα, μικρός, υφιστάμενος, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων
Traductions: επικουρικός, ασήμαντος, υποβοηθητικός, συν, πριμ, τυχαίος, θυγατρική, επιχορήγηση, υπεξούσιος, ακίνητο, κτήμα, δευτερεύων, συμπληρωματικός, επίδομα, μικρός, υφιστάμενος, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων