Adjudication en grec
Traduction: adjudication, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πλειστηριασμός, μαλακός, απονέμω, κατακυρώνω, βραβείο, τρυφερός, προσφορά, προσφοράς, διαγωνισμού, προσφορών, διαγωνισμό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): adjudication
adjudication amiable, adjudication antonymes, adjudication définition, adjudication forcée, adjudication grammaire, adjudication dictionnaire de langue grec, adjudication en grec
Traductions
- adjonction en grec - δείγμα, αποστολή, δουλειά, ανάθεση, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, ...
- adjudant en grec - υπασπιστής, υπασπιστή, υπασπιστής του, ο υπασπιστής, τον υπασπιστή
- adjuge en grec - βραβεία, Choice Τα, βραβείων, τα βραβεία, διακρίσεις
- adjugea en grec - κριθεί, κρίνεται, κηρυχθεί, κηρυχθεί σε, επιδικασθέν
Mots aléatoires
Adjudication en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πλειστηριασμός, μαλακός, απονέμω, κατακυρώνω, βραβείο, τρυφερός, προσφορά, προσφοράς, διαγωνισμού, προσφορών, διαγωνισμό
Traductions: πλειστηριασμός, μαλακός, απονέμω, κατακυρώνω, βραβείο, τρυφερός, προσφορά, προσφοράς, διαγωνισμού, προσφορών, διαγωνισμό