Annexer en grec
Traduction: annexer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ενσωματώνω, γειτονεύω, συνορεύω, πρόσφυμα, συνδέω, περικλείω, προσθέτω, συνέταιρος, επισυνάπτω, εφάπτομαι, εσωκλείω, αποδέχομαι, συσχετίζω, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενώνω, παράρτημα, παραρτήματος, το παράρτημα, του παραρτήματος, παράρτη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): annexer
annexer antonymes, annexer définition, annexer en anglais, annexer grammaire, annexer la wallonie, annexer dictionnaire de langue grec, annexer en grec
Traductions
- annexe en grec - προσάρτημα, συνεργός, φτερό, περίφραγμα, επέκταση, μάντρα, εσώκλειστο, ...
- annexent en grec - προσαρτημένος, προσαρτάται, που προσαρτάται, που επισυνάπτεται, προσαρτώνται
- annexez en grec - αποδίδουν, επισυνάψετε, συνδέστε, επισυνάπτει, συνδέσετε
- annexion en grec - προσάρτηση, προσάρτησης, την προσάρτηση, προσάρτησή, η προσάρτηση
Mots aléatoires
Annexer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ενσωματώνω, γειτονεύω, συνορεύω, πρόσφυμα, συνδέω, περικλείω, προσθέτω, συνέταιρος, επισυνάπτω, εφάπτομαι, εσωκλείω, αποδέχομαι, συσχετίζω, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενώνω, παράρτημα, παραρτήματος, το παράρτημα, του παραρτήματος, παράρτη
Traductions: ενσωματώνω, γειτονεύω, συνορεύω, πρόσφυμα, συνδέω, περικλείω, προσθέτω, συνέταιρος, επισυνάπτω, εφάπτομαι, εσωκλείω, αποδέχομαι, συσχετίζω, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενώνω, παράρτημα, παραρτήματος, το παράρτημα, του παραρτήματος, παράρτη