Apposer en grec
Traduction: apposer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
βάζω, συσχετίζω, συνδέω, τοποθετώ, επισυνάπτω, προσθέτω, συνέταιρος, πρόσφυμα, εφάπτομαι, γειτονεύω, αποδέχομαι, εφαρμόζω, αιτούμαι, συνορεύω, τοποθετεί, επιθέτει, επιθέσει, θέτει, τοποθετούν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): apposer
aposer, apposer antonymes, apposer conjugaison, apposer def, apposer définition, apposer dictionnaire de langue grec, apposer en grec
Traductions
- apportées en grec - που, γίνεται, γίνονται, έκανε, γίνει
- apportés en grec - που, γίνεται, γίνονται, έκανε, γίνει
- apposition en grec - εφαρμογή, χρήση, προσήλωση, αίτηση, παράθεση, απόθεση, εναπόθεση, ...
- apprenant en grec - μαθητής, μαθητευόμενος, μαθητή, εκπαιδευόμενος, εκπαιδευόμενο
Mots aléatoires
Apposer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: βάζω, συσχετίζω, συνδέω, τοποθετώ, επισυνάπτω, προσθέτω, συνέταιρος, πρόσφυμα, εφάπτομαι, γειτονεύω, αποδέχομαι, εφαρμόζω, αιτούμαι, συνορεύω, τοποθετεί, επιθέτει, επιθέσει, θέτει, τοποθετούν
Traductions: βάζω, συσχετίζω, συνδέω, τοποθετώ, επισυνάπτω, προσθέτω, συνέταιρος, πρόσφυμα, εφάπτομαι, γειτονεύω, αποδέχομαι, εφαρμόζω, αιτούμαι, συνορεύω, τοποθετεί, επιθέτει, επιθέσει, θέτει, τοποθετούν