Archiépiscopat en grec
Traduction: archiépiscopat, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αρχιεπίσκοπη, Αρχιεπισκοπή, Αρχιεπισκοπής, Ιεράς Αρχιεπισκοπής, η αρχιεπισκοπή
Autres langues
Mots associés / Définition (def): archiépiscopat
archiépiscopat antonymes, archiépiscopat définition, archiépiscopat grammaire, archiépiscopat mots croisés, archiépiscopat signification, archiépiscopat dictionnaire de langue grec, archiépiscopat en grec
Traductions
- archiviste en grec - ληξίαρχος, αρχειοφύλακας, αρχειοφύλακα, αρχειοθέτης, αρχειοθέτη, αρχειονόμος
- archiépiscopal en grec - αρχιεπισκοπικός, αρχιεπισκοπικό, αρχιεπισκοπικές, αρχιερατικό, αρχιεπισκοπικού
- archéologie en grec - αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
- archéologique en grec - αρχαιολογικός, αρχαιολογικό, αρχαιολογικά, αρχαιολογικούς, αρχαιολογικών
Mots aléatoires
Archiépiscopat en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αρχιεπίσκοπη, Αρχιεπισκοπή, Αρχιεπισκοπής, Ιεράς Αρχιεπισκοπής, η αρχιεπισκοπή
Traductions: αρχιεπίσκοπη, Αρχιεπισκοπή, Αρχιεπισκοπής, Ιεράς Αρχιεπισκοπής, η αρχιεπισκοπή