Ascension en grec
Traduction: ascension, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαταράσσω, σκαρφαλώνω, ορειβασία, αύξηση, ανεβαίνω, ανάβαση, ανατέλλω, αυξάνομαι, ανάδειξη, ορθώνομαι, ανάληψη, Αναλήψεως, της Αναλήψεως, ανάληψή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ascension
ascension 2011, ascension 2012, ascension 2013, ascension 2014, ascension antonymes, ascension dictionnaire de langue grec, ascension en grec
Traductions
- ascendants en grec - ανιόντων, ανιόντες, οι ανιόντες, των ανιόντων, τους ανιόντες
- ascenseur en grec - ασανσέρ, σηκώνω, υψώνω, ανελκυστήρας, ανελκυστήρα, του ανελκυστήρα, ανελκυστήρων
- ascensionniste en grec - ορειβάτης, ορειβάτη, αναρριχητή, αναρριχητής, ανυψωτή
- ascèse en grec - ασκητισμός, ασκητισμού, ασκητισμό, τον ασκητισμό, ο ασκητισμός
Mots aléatoires
Ascension en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαταράσσω, σκαρφαλώνω, ορειβασία, αύξηση, ανεβαίνω, ανάβαση, ανατέλλω, αυξάνομαι, ανάδειξη, ορθώνομαι, ανάληψη, Αναλήψεως, της Αναλήψεως, ανάληψή
Traductions: διαταράσσω, σκαρφαλώνω, ορειβασία, αύξηση, ανεβαίνω, ανάβαση, ανατέλλω, αυξάνομαι, ανάδειξη, ορθώνομαι, ανάληψη, Αναλήψεως, της Αναλήψεως, ανάληψή