Assommées en grec
Traduction: assommées, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εμβρόντητος, έκπληκτος, αναισθητοποιούνται, εξέπληξε, αναισθητοποιηθεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): assommées
assommées antonymes, assommées grammaire, assommées mots croisés, assommées signification, assommées synonyme, assommées dictionnaire de langue grec, assommées en grec
Traductions
- assommé en grec - εμβρόντητος, έκπληκτος, αναισθητοποιούνται, εξέπληξε, αναισθητοποιηθεί
- assommée en grec - εμβρόντητος, έκπληκτος, αναισθητοποιούνται, εξέπληξε, αναισθητοποιηθεί
- assommés en grec - εμβρόντητος, έκπληκτος, αναισθητοποιούνται, εξέπληξε, αναισθητοποιηθεί
- assonance en grec - παρήχηση, συνήχηση, ομοιοφωνία, είναι ομόηχη, ομόηχη
Mots aléatoires
Assommées en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εμβρόντητος, έκπληκτος, αναισθητοποιούνται, εξέπληξε, αναισθητοποιηθεί
Traductions: εμβρόντητος, έκπληκτος, αναισθητοποιούνται, εξέπληξε, αναισθητοποιηθεί