Astigmate en grec
Traduction: astigmate, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αστιγματικός, αστιγματική, αστιγματικοί, αστιγματικού, αστιγματικές
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): astigmate
asti, astigmate antonymes, astigmate correction, astigmate définition, astigmate grammaire, astigmate dictionnaire de langue grec, astigmate en grec
Traductions
- asticot en grec - ιδιοτροπία, της Κάμπης της, κάμπης μύγας της, κάμπη μύγας της, της κάμπης
- asticoter en grec - μελαγχολώ, σβάρνα, αποπαίρνω, πειράζω, ταράσσομαι, παρενοχλώ, ενοχλώ, ...
- astigmatisme en grec - αστιγματισμός, Ο αστιγματισμός, τον αστιγματισμό, του αστιγματισμού, αστιγματισμός Ο
- astiquer en grec - βερνίκι, λουστράρω, στιλβώνω, καθαρίζω, εκκαθαρίζω, τρίβω, χτενίζω, ...
Mots aléatoires
Astigmate en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αστιγματικός, αστιγματική, αστιγματικοί, αστιγματικού, αστιγματικές
Traductions: αστιγματικός, αστιγματική, αστιγματικοί, αστιγματικού, αστιγματικές