Audacieux en grec
Traduction: audacieux, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τόλμη, θαρραλέος, τόλμημα, τολμηρός, έντονος, γενναίος, τολμηρή, τολμηρό, έντονους, τολμηρές
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): audacieux
audace, audacieux antonyme, audacieux antonymes, audacieux citation, audacieux definition francais, audacieux dictionnaire de langue grec, audacieux en grec
Traductions
- audace en grec - τόλμη, αναίδεια, θράσος, θρασύτητα, νεύρο, αντικρίζω, αμμόλιθος, ...
- audacieusement en grec - θαρραλέα, γενναία, θρασύτητα, προκλητικά, θρασύτατα, παράτολμη, τόλμη η
- audibilité en grec - ακουστικότητα, ακουστότητα, την ακουστότητα, η ακουστότητα, ακροασιμότητα
- audible en grec - ηχητικό, ακουστική, ακουστικό, ηχητική, ηχητικά
Mots aléatoires
Audacieux en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τόλμη, θαρραλέος, τόλμημα, τολμηρός, έντονος, γενναίος, τολμηρή, τολμηρό, έντονους, τολμηρές
Traductions: τόλμη, θαρραλέος, τόλμημα, τολμηρός, έντονος, γενναίος, τολμηρή, τολμηρό, έντονους, τολμηρές