Authentique en grec
Traduction: authentique, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αληθοφανής, σίγουρος, αληθής, αληθινός, αυθεντικός, εύσχημος, πραγματικός, βέβαιος, πρωτότυπος, γνήσιος, καλόπιστος, καλόπιστων, καλή τη πίστει, καλόπιστους, καλόπιστη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): authentique
acte authentique, autentik sniper, authentique antonymes, authentique bouchon lyonnais, authentique canada, authentique dictionnaire de langue grec, authentique en grec
Traductions
- authenticité en grec - πρωτοτυπία, γνησιότητα, αλήθεια, ειλικρίνεια, αυθεντικότητα, γνησιότητας, αυθεντικότητας, ...
- authentifier en grec - πιστοποιώ, επικυρώνω, μαρτυρώ, ταυτότητας, επικυρώνουν, επικύρωση, έλεγχος ταυτότητας, ...
- auto en grec - αυτοκίνητο, μηχάνημα, κούρσα, Auto, αυτόματη, αυτοκινήτων, αυτόματης, ...
- auto-stop en grec - ωτοστόπ, κάνει ωτοστόπ, να κάνει ωτοστόπ, το ωτοστόπ, κάνει οτοστόπ
Mots aléatoires
Authentique en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αληθοφανής, σίγουρος, αληθής, αληθινός, αυθεντικός, εύσχημος, πραγματικός, βέβαιος, πρωτότυπος, γνήσιος, καλόπιστος, καλόπιστων, καλή τη πίστει, καλόπιστους, καλόπιστη
Traductions: αληθοφανής, σίγουρος, αληθής, αληθινός, αυθεντικός, εύσχημος, πραγματικός, βέβαιος, πρωτότυπος, γνήσιος, καλόπιστος, καλόπιστων, καλή τη πίστει, καλόπιστους, καλόπιστη