Automédication en grec
Traduction: automédication, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αυτοθεραπείας, αυτοθεραπεία, την αυτοθεραπεία, η αυτοθεραπεία, αυτοφαρμακία
Autres langues
Mots associés / Définition (def): automédication
automédication angine, automédication antonymes, automédication définition, automédication grammaire, automédication mma, automédication dictionnaire de langue grec, automédication en grec
Traductions
- automobilisme en grec - οδήγηση, αυτοκίνησης, αυτοκίνηση, αυτοκινήτου, αυτοκινητιστών
- automobiliste en grec - αυτοκινητιστής, οδηγός, οδηγό, αυτοκινητιστή, αυτοκινητιστών
- automédon en grec - οδηγός, μαστίζω, μαστιγώνω, νικώ, Αυτομεδών, Ο Αυτομεδών, Αυτομεδών τα, ...
- autonome en grec - ανεξάρτητος, τσάμπα, αυτόνομος, αυτεξούσιος, δωρεάν, αδέσμευτος, αυτόνομη, ...
Mots aléatoires
Automédication en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αυτοθεραπείας, αυτοθεραπεία, την αυτοθεραπεία, η αυτοθεραπεία, αυτοφαρμακία
Traductions: αυτοθεραπείας, αυτοθεραπεία, την αυτοθεραπεία, η αυτοθεραπεία, αυτοφαρμακία