Aventurer en grec
Traduction: aventurer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πάσσαλος, αποτολμώ, τύχη, επιχειρώ, ευκαιρία, πιθανότητα, διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω, κίνδυνος, συγκυρία, τολμώ, περιπέτεια, ρισκάρω, επιχείρηση, εγχείρημα, επιχειρηματικών, κοινοπραξία, venture
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): aventurer
adventurer 2, adventurer 86sbs, adventurer camper, adventurer journal diablo 3, adventurer wildwood, aventurer dictionnaire de langue grec, aventurer en grec
Traductions
- avent en grec - έλευση, ερχομός, Advent, Παρουσία, την Advent, ερχομό
- aventure en grec - περιπέτεια, υπόθεση, δεσμός, περιπέτειας, την περιπέτεια, adventure
- aventureux en grec - τόλμημα, ριψοκίνδυνος, τόλμη, τολμηρός, παράτολμος, περιπετειώδη, περιπετειώδεις, ...
- aventurier en grec - εξερευνητής, τολμηρός, τυχοδιώκτης, τυχοδιώκτη, adventurer, περιπέτειας, της περιπέτειας
Mots aléatoires
Aventurer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πάσσαλος, αποτολμώ, τύχη, επιχειρώ, ευκαιρία, πιθανότητα, διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω, κίνδυνος, συγκυρία, τολμώ, περιπέτεια, ρισκάρω, επιχείρηση, εγχείρημα, επιχειρηματικών, κοινοπραξία, venture
Traductions: πάσσαλος, αποτολμώ, τύχη, επιχειρώ, ευκαιρία, πιθανότητα, διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω, κίνδυνος, συγκυρία, τολμώ, περιπέτεια, ρισκάρω, επιχείρηση, εγχείρημα, επιχειρηματικών, κοινοπραξία, venture