Avoir en grec
Traduction: avoir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πίστωση, βρίσκομαι, της], κατέχω, είμαι, υπάρχοντα, διανύω, σπίτι, φαγητό, ακίνητο, κτήμα, αμπάρι, περιουσία, αποκτώ, έχω, κρατώ, για να δείτε, να δείτε, για να δούμε, να δούμε, να δει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): avoir
avoir affaire, avoir antonymes, avoir au futur, avoir confiance en soi, avoir conjugaison, avoir dictionnaire de langue grec, avoir en grec
Traductions
- avocat en grec - συνηγορώ, σύμβουλος, δικηγόρος, καμαρίλα, υπερασπιστής, συμβουλεύω, συνήγορος, ...
- avoine en grec - βρώμη, βρόμη, βρώμης, βρωμών, της βρώμης
- avoisinant en grec - παρακείμενος, γειτονικός, κοντινός, κοντά, διπλανός, προσκείμενος, γειτονικές, ...
- avoisiner en grec - γειτονεύω, συνορεύω, εφάπτομαι, μεταίχμιο, ρέλι, σύνορο, μεθόριος, ...
Mots aléatoires
Avoir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πίστωση, βρίσκομαι, της], κατέχω, είμαι, υπάρχοντα, διανύω, σπίτι, φαγητό, ακίνητο, κτήμα, αμπάρι, περιουσία, αποκτώ, έχω, κρατώ, για να δείτε, να δείτε, για να δούμε, να δούμε, να δει
Traductions: πίστωση, βρίσκομαι, της], κατέχω, είμαι, υπάρχοντα, διανύω, σπίτι, φαγητό, ακίνητο, κτήμα, αμπάρι, περιουσία, αποκτώ, έχω, κρατώ, για να δείτε, να δείτε, για να δούμε, να δούμε, να δει