Boue en grec
Traduction: boue, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ίζημα, στάζω, κυλώ, λάσπη, βόρβορος, άργιλος, βρομιά, μαζεύω, ιλύς, πρόσχωμα, γλίτσα, κοπριά, έλος, βάλτος, λάσπης, ιλύος, τη λάσπη, λάσπες
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): boue
bain de boue, boue activée, boue antonymes, boue biliaire, boue de forage, boue dictionnaire de langue grec, boue en grec
Traductions
- boudées en grec - απέφευγε, αποφεύγουν, αποφεύγονται, απέφυγε, απέφυγαν
- boudés en grec - απέφευγε, αποφεύγουν, αποφεύγονται, απέφυγε, απέφυγαν
- boueux en grec - ιλυώδης, λασπωμένος, τσαπατσούλης, λασπώδης, ελώδης, θολός, λασπώδη, ...
- bouffe en grec - περίεργος, κωμικός, αστείος, τροφή, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων, ...
Mots aléatoires
Boue en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ίζημα, στάζω, κυλώ, λάσπη, βόρβορος, άργιλος, βρομιά, μαζεύω, ιλύς, πρόσχωμα, γλίτσα, κοπριά, έλος, βάλτος, λάσπης, ιλύος, τη λάσπη, λάσπες
Traductions: ίζημα, στάζω, κυλώ, λάσπη, βόρβορος, άργιλος, βρομιά, μαζεύω, ιλύς, πρόσχωμα, γλίτσα, κοπριά, έλος, βάλτος, λάσπης, ιλύος, τη λάσπη, λάσπες