Boulot en grec
Traduction: boulot, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εργασία, παχουλός, τόλμημα, χοντρός, λιπαρός, κοπιάζω, δουλειά, λίπος, έντονος, σαρκώδης, θαρραλέος, γενναίος, εργάζομαι, καθήκον, χόνδρος, τροφαντός, εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόλησης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): boulot
aller au boulot, au boulot, bon boulot, boulot a domicile, boulot antonymes, boulot dictionnaire de langue grec, boulot en grec
Traductions
- boulon en grec - βιδώνω, αφηνιάζω, βίδα, καρφίτσα, γόμφος, μπουλόνι, κοχλία, ...
- boulonner en grec - μόχθος, κόπος, μπουλόνι, βίδα, κοχλία, κοχλίας, μπουλονιού
- boulotter en grec - τρώω, πιέτα, tuck, πιετών, πτυχώσεως, πιέτας
- bouquet en grec - σωριάζω, μπουκέτο, άρωμα, τσαμπί, μάτσο, δοκός, τσουβαλιάζω, ...
Mots aléatoires
Boulot en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εργασία, παχουλός, τόλμημα, χοντρός, λιπαρός, κοπιάζω, δουλειά, λίπος, έντονος, σαρκώδης, θαρραλέος, γενναίος, εργάζομαι, καθήκον, χόνδρος, τροφαντός, εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόλησης
Traductions: εργασία, παχουλός, τόλμημα, χοντρός, λιπαρός, κοπιάζω, δουλειά, λίπος, έντονος, σαρκώδης, θαρραλέος, γενναίος, εργάζομαι, καθήκον, χόνδρος, τροφαντός, εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόλησης