Breveté en grec
Traduction: breveté, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, πατενταρισμένο, πατενταρισμένη, κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
Autres langues
Mots associés / Définition (def): breveté
breveter un projet, breveter une application, breveter une idée, breveté antonymes, breveté définition, breveté dictionnaire de langue grec, breveté en grec
Traductions
- breuvage en grec - ζουλώ, ποτό, κολοκύθι, πατικώνω, πίνω, ποτα, ποτών, ...
- brevet en grec - μαρτυρία, δίπλωμα, πιστοποιητικό, κατάθεση, ευρεσιτεχνία, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ...
- bribe en grec - θραύσματα, απορρίμματα, απορριμμάτων, θραυσμάτων, παλαιοσιδήρου
- bribes en grec - αποσπασματικά, snatches, αρπάζει, ψήγματα, μοτοσικλέτα αναπηδά
Mots aléatoires
Breveté en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, πατενταρισμένο, πατενταρισμένη, κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
Traductions: κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, πατενταρισμένο, πατενταρισμένη, κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας