Caducité en grec
Traduction: caducité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ασημαντότητα, ακυρότητα, αδυναμία, ακυρότητας, ακυρώσεως, ακύρωση, η ακυρότητα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): caducité
caducité antonymes, caducité assignation, caducité de l'appel, caducité de l'instance, caducité de la déclaration d'appel, caducité dictionnaire de langue grec, caducité en grec
Traductions
- cadrer en grec - κέντρο, κορνίζα, πλαίσιο, πλαισίου, καρέ, σκελετό
- caduc en grec - φυλλοβόλος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
- caesium en grec - καίσιο, καισίου, περιεκτικότητα σε καίσιο, κεσίου, σε καίσιο
- cafard en grec - κατσαρίδα, καταδότης, ανειλικρινής, σπλήνα, κατσαρίδας, κατσαρίδων, κατσαρίδες, ...
Mots aléatoires
Caducité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ασημαντότητα, ακυρότητα, αδυναμία, ακυρότητας, ακυρώσεως, ακύρωση, η ακυρότητα
Traductions: ασημαντότητα, ακυρότητα, αδυναμία, ακυρότητας, ακυρώσεως, ακύρωση, η ακυρότητα