Carrément en grec
Traduction: carrément, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανοιχτά, επιλήψιμο, εντελώς, ειλικρινής, απροκάλυπτα, κατάφωρα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): carrément
brunet, carrément agence, carrément antonymes, carrément bon, carrément brunet, carrément dictionnaire de langue grec, carrément en grec
Traductions
- carrure en grec - ολική, θέση, διαμέτρημα, κατάσταση, ώμους, τους ώμους, ώμοι, ...
- carré en grec - απότομος, τετράγωνο, πλατεία, μονοκόμματος, αμβλύς, τετραγωνικών, τετραγωνικά, ...
- cartable en grec - χαρτοφυλάκιο, χαρτοφύλακας, σχολική τσάντα, σχολική, σχολικής τσάντας, schoolbag
- carte en grec - στρώμα, χάρτης, κάρτα, κομμάτι, χαρτογραφώ, διάγραμμα, σεντόνι, ...
Mots aléatoires
Carrément en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανοιχτά, επιλήψιμο, εντελώς, ειλικρινής, απροκάλυπτα, κατάφωρα
Traductions: ανοιχτά, επιλήψιμο, εντελώς, ειλικρινής, απροκάλυπτα, κατάφωρα