Causèrent en grec

Traduction: causèrent, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε
Causèrent en grec
Autres langues

Mots associés / Définition (def): causèrent

causèrent antonymes, causèrent grammaire, causèrent mots croisés, causèrent signification, causèrent synonyme, causèrent dictionnaire de langue grec, causèrent en grec

Traductions

  • caustique en grec - θυελλώδης, δηκτικός, σαρκαστικός, πικρός, καυστικός, καυστική, καυστικό, ...
  • causâmes en grec - συνδιαλεγόμενα, κουβεντιάζαμε, συνομίλησε, συζήτησε, συνομίλησαν
  • causé en grec - προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε
  • causée en grec - προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε
Mots aléatoires
Causèrent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε