Cernés en grec
Traduction: cernés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
προσδιορίζονται, εντοπίζονται, εντοπίστηκαν, προσδιοριστεί, εντοπιστεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): cernés
cernés antonymes, cernés definition, cernés grammaire, cernés mots croisés, cernés noir cause, cernés dictionnaire de langue grec, cernés en grec
Traductions
- cernée en grec - περιβάλλεται, που περιβάλλεται, περιβάλλονται, περιτριγυρισμένο, που περιβάλλονται
- cernées en grec - προσδιορίζονται, εντοπίζονται, εντοπίστηκαν, προσδιοριστεί, εντοπιστεί
- certain en grec - ένα, μερικός, αδιάπτωτος, οριστικός, ένας, βέβαιος, αλάνθαστος, ...
- certainement en grec - φυσικά, βέβαια, σίγουρος, βεβαίως, σίγουρα, ασφαλώς, οριστικά, ...
Mots aléatoires
Cernés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: προσδιορίζονται, εντοπίζονται, εντοπίστηκαν, προσδιοριστεί, εντοπιστεί
Traductions: προσδιορίζονται, εντοπίζονται, εντοπίστηκαν, προσδιοριστεί, εντοπιστεί