Chargent en grec
Traduction: chargent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
φροντίδα, κατηγορία, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): chargent
chargement synonyme, chargent antonymes, chargent en remplissant, chargent grammaire, chargent meaning, chargent dictionnaire de langue grec, chargent en grec
Traductions
- chargeant en grec - φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως
- chargement en grec - φροντίδα, τεντώνω, επιβίβαση, φορτίζω, κατηγορία, διηθώ, στραμπουλίζω, ...
- chargeons en grec - κατηγορία, φροντίδα, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
- charger en grec - κατηγορία, επιβιβάζομαι, εμπιστεύομαι, αφηγούμαι, γεμίζω, ανεφοδιάζω, αναθέτω, ...
Mots aléatoires
Chargent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: φροντίδα, κατηγορία, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Traductions: φροντίδα, κατηγορία, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων