Chariot en grec
Traduction: chariot, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πούλμαν, κουβαλώ, προπονητής, άμαξα, βαγόνι, άρμα, προπονώ, στήνω, τύμβος, εξοπλίζω, χειράμαξα, κούρσα, αραμπάς, όχημα, φορτηγάκι, καροτσάκι, τρόλεϊ, άμαξας, καρότσι
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): chariot
chariot antonymes, chariot course, chariot d'urgence, chariot de course, chariot de feu, chariot dictionnaire de langue grec, chariot en grec
Traductions
- chargées en grec - φορτωμένος, φορτωμένο, φορτωθεί, φορτωμένων, φορτωμένη
- chargés en grec - φορτωμένος, φορτωμένο, φορτωθεί, φορτωμένων, φορτωμένη
- charisme en grec - χάρισμα, το Χάρισμα, χάρισμά, Το Charisma, το χάρισμά
- charitable en grec - ανθρωπιστικός, εύσπλαχνος, ήπιος, καλόβουλος, φρόνιμος, οικτρός, ευγενικά, ...
Mots aléatoires
Chariot en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πούλμαν, κουβαλώ, προπονητής, άμαξα, βαγόνι, άρμα, προπονώ, στήνω, τύμβος, εξοπλίζω, χειράμαξα, κούρσα, αραμπάς, όχημα, φορτηγάκι, καροτσάκι, τρόλεϊ, άμαξας, καρότσι
Traductions: πούλμαν, κουβαλώ, προπονητής, άμαξα, βαγόνι, άρμα, προπονώ, στήνω, τύμβος, εξοπλίζω, χειράμαξα, κούρσα, αραμπάς, όχημα, φορτηγάκι, καροτσάκι, τρόλεϊ, άμαξας, καρότσι