Choc en grec
Traduction: choc, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
θρυμματίζω, απεργία, συντρίβω, κραδασμός, κρότος, ορμή, νάρκη, αψιμαχία, χτύπημα, κραχ, χτυπώ, γρονθοκοπώ, βροντώ, κλαγγή, αντιπαράθεση, επίδραση, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): choc
auto choc, chic choc, chic et choc, choc anaphylactique, choc antonymes, choc dictionnaire de langue grec, choc en grec
Traductions
- chlorure en grec - χλωριούχο, χλωριούχου, χλωρίδιο, χλωριδίου, το χλωριούχο
- chloré en grec - χλωριωμένα, χλωριωμένο, χλωριωμένων, χλωριωμένες, χλωριωμένου
- chocolat en grec - σοκολάτα, κακάο, κακό, σοκολάτας, τη σοκολάτα, της σοκολάτας, η σοκολάτα
- chocolaté en grec - σοκολάτα, σοκολάτας, Chocolate, Σοκολάτες, τη σοκολάτα
Mots aléatoires
Choc en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: θρυμματίζω, απεργία, συντρίβω, κραδασμός, κρότος, ορμή, νάρκη, αψιμαχία, χτύπημα, κραχ, χτυπώ, γρονθοκοπώ, βροντώ, κλαγγή, αντιπαράθεση, επίδραση, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Traductions: θρυμματίζω, απεργία, συντρίβω, κραδασμός, κρότος, ορμή, νάρκη, αψιμαχία, χτύπημα, κραχ, χτυπώ, γρονθοκοπώ, βροντώ, κλαγγή, αντιπαράθεση, επίδραση, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock