Choquent en grec
Traduction: choquent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σοκ, κραδασμός, κρούση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Autres langues
Mots associés / Définition (def): choquent
choquent antonymes, choquent grammaire, choquent mots croisés, choquent signification, les choquent, choquent dictionnaire de langue grec, choquent en grec
Traductions
- choquant en grec - συγκλονιστικός, συγκλονιστικό, συγκλονιστική, συγκλονιστικά, συγκλονιστικές
- choque en grec - σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
- choquer en grec - προσβάλλω, προπηλακίζω, σφυροκοπώ, κραδασμός, σοκ, προσβολή, οργή, ...
- choquez en grec - κρούση, κραδασμός, σοκ, φύλλο, φύλλου, δελτίο, φύλλων, ...
Mots aléatoires
Choquent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σοκ, κραδασμός, κρούση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Traductions: σοκ, κραδασμός, κρούση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock