Commercèrent en grec

Traduction: commercèrent, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εμπορικών συναλλαγών τους στο, συναλλαγών τους, εμπορικές τους συναλλαγές προς, εμπορικών συναλλαγών τους
Commercèrent en grec
Autres langues

Mots associés / Définition (def): commercèrent

commercèrent antonymes, commercèrent grammaire, commercèrent mots croisés, commercèrent signification, commercèrent synonyme, commercèrent dictionnaire de langue grec, commercèrent en grec

Traductions

  • commercialisées en grec - πωλούνται, πωλείται, που πωλούνται, πωληθεί, πωλήθηκαν
  • commercialisés en grec - πωλούνται, πωλείται, που πωλούνται, πωληθεί, πωλήθηκαν
  • commercé en grec - διαπραγματεύονται, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσιμες, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγμάτευση
  • commercée en grec - διαπραγματεύονται, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσιμες, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγμάτευση
Mots aléatoires
Commercèrent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εμπορικών συναλλαγών τους στο, συναλλαγών τους, εμπορικές τους συναλλαγές προς, εμπορικών συναλλαγών τους