Compère en grec
Traduction: compère, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συνένοχος, συνεργός, συνεργό, συνεργού, συνένοχο
Autres langues
Mots associés / Définition (def): compère
compere, compère antonymes, compère définition, compère grammaire, compère gredin, compère dictionnaire de langue grec, compère en grec
Traductions
- compulsif en grec - παθολογικός, καταπιεστικός, πιεστικός, ψυχαναγκαστική, καταναγκαστική
- computer en grec - λογαριάζω, μετρώ, κόμης, υπολογίζω, υπολογιστή, υπολογιστής, υπολογιστών, ...
- compétence en grec - ικανότητα, κατανομή, πραγματογνωμοσύνη, δικαιοδοσία, αποτελεσματικότητα, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, ...
- compétent en grec - ικανός, σφετερίζομαι, αποτελεσματικός, κατάλληλος, εκλόγιμος, εκλέξιμος, σχετικός, ...
Mots aléatoires
Compère en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συνένοχος, συνεργός, συνεργό, συνεργού, συνένοχο
Traductions: συνένοχος, συνεργός, συνεργό, συνεργού, συνένοχο