Concéder en grec
Traduction: concéder, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επιτρέπω, της], παρέχω, προσφέρω, συμφωνία, εισάγω, συγκατάθεση, αφήνω, φανέλα, επιχορηγώ, κατέχω, συσκέπτομαι, παραχωρώ, υποτροφία, αναγνωρίζω, χορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): concéder
concéder antonymes, concéder cnrtl, concéder conjugaison, concéder définition, concéder en se baissant, concéder dictionnaire de langue grec, concéder en grec
Traductions
- concédai en grec - παραδέχθηκε, παραδέχτηκε, δεκτό, παραχωρηθεί, δέχθηκε
- concédant en grec - Δικαιοπάροχος, Χορηγός της Άδειας Χρήσης, Χορηγών την Άδεια, Αδειοπάροχος, Ο Αδειοπάροχος
- concédez en grec - παραχωρώ, παραδέχομαι, παραχωρήσει, παραδέχονται, παραδεχτεί, δέχονται
- concédons en grec - παραχωρώ, παραδέχομαι, παραχωρήσει, παραδέχονται, παραδεχτεί, δέχονται
Mots aléatoires
Concéder en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επιτρέπω, της], παρέχω, προσφέρω, συμφωνία, εισάγω, συγκατάθεση, αφήνω, φανέλα, επιχορηγώ, κατέχω, συσκέπτομαι, παραχωρώ, υποτροφία, αναγνωρίζω, χορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Traductions: επιτρέπω, της], παρέχω, προσφέρω, συμφωνία, εισάγω, συγκατάθεση, αφήνω, φανέλα, επιχορηγώ, κατέχω, συσκέπτομαι, παραχωρώ, υποτροφία, αναγνωρίζω, χορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί