Concise en grec
Traduction: concise, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συνοπτικός, περιεκτικός, συνοπτική, συνοπτικό, συνοπτικές
Autres langues
Mots associés / Définition (def): concise
concise 2, concise anglais, concise antonymes, concise grammaire, concise guide to the moths of great britain and ireland, concise dictionnaire de langue grec, concise en grec
Traductions
- conciliés en grec - συμφιλιωθούν, συμφιλιωθεί, συμβιβαστούν, συμβιβάζεται, συμβιβαστεί
- concis en grec - λιτός, μικρός, λακωνικός, λίγο, σύντομος, βραχύλογος, κοντός, ...
- concision en grec - συντομία, συντομίας, σύντομο και περιεκτικό, συνοπτικότερα, διατυπώθηκε συνοπτικότερα, σύντομο και περιεκτικό το
- concitoyen en grec - αστός, συμπολίτης, αστού, κάτοικος πόλης και, κάτοικος πόλης
Mots aléatoires
Concise en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συνοπτικός, περιεκτικός, συνοπτική, συνοπτικό, συνοπτικές
Traductions: συνοπτικός, περιεκτικός, συνοπτική, συνοπτικό, συνοπτικές