Conclue en grec
Traduction: conclue, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κατέληξε στο συμπέρασμα, συναφθεί, συνάπτονται, συνήφθη, το συμπέρασμα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): conclue
conclue adjectif, conclue antonymes, conclue en arabe, conclue grammaire, conclue intuitu personae, conclue dictionnaire de langue grec, conclue en grec
Traductions
- conclu en grec - ολόκληρος, τελείωσε, περατώνω, πάνω, ολοκληρώνω, κατέληξε στο συμπέρασμα, συναφθεί, ...
- concluant en grec - αδιαμφισβήτητος, πειστικός, καταλήγοντας, καταληκτική, καταλήγει στο συμπέρασμα, για την περάτωση, καταληκτικές
- concluent en grec - τελειώνω, συμπεραίνομαι, συμπεραίνω, καταλήγω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, ...
- conclues en grec - κατέληξε στο συμπέρασμα, συναφθεί, συνάπτονται, συνήφθη, το συμπέρασμα
Mots aléatoires
Conclue en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κατέληξε στο συμπέρασμα, συναφθεί, συνάπτονται, συνήφθη, το συμπέρασμα
Traductions: κατέληξε στο συμπέρασμα, συναφθεί, συνάπτονται, συνήφθη, το συμπέρασμα