Congédier en grec
Traduction: congédier, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κυκλοφορώ, εκτινάσσω, πυρκαγιά, φωτιά, εκκρίνω, εκπυρσοκρότηση, κουτί, μπορώ, μετακομίζω, εκροή, δημοσιεύω, πυροβολώ, απολύω, εκτοξεύω, άφεση, να απορρίψει, απορρίψει, απόρριψη, απολύσει, απολύσεως
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): congédier
congédier antonymes, congédier conjugaison, congédier définition, congédier en anglais, congédier grammaire, congédier dictionnaire de langue grec, congédier en grec
Traductions
- congé en grec - άδεια, διακοπές, φεύγω, παρατάω, παραιτούμαι, αποχαιρετισμός, φύγω, ...
- congédiement en grec - απόλυση, αποπομπή, απόλυσης, απολύσεως, την απόλυση, απόρριψη
- congélateur en grec - καταψύκτης, καταψύκτη, κατάψυξη, ψυγείο
- congélation en grec - εκκλησίασμα, ψύξη, παγώνω, παγερός, καταψύχω, κρουσταλλιάζω, πάγωμα, ...
Mots aléatoires
Congédier en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κυκλοφορώ, εκτινάσσω, πυρκαγιά, φωτιά, εκκρίνω, εκπυρσοκρότηση, κουτί, μπορώ, μετακομίζω, εκροή, δημοσιεύω, πυροβολώ, απολύω, εκτοξεύω, άφεση, να απορρίψει, απορρίψει, απόρριψη, απολύσει, απολύσεως
Traductions: κυκλοφορώ, εκτινάσσω, πυρκαγιά, φωτιά, εκκρίνω, εκπυρσοκρότηση, κουτί, μπορώ, μετακομίζω, εκροή, δημοσιεύω, πυροβολώ, απολύω, εκτοξεύω, άφεση, να απορρίψει, απορρίψει, απόρριψη, απολύσει, απολύσεως