Contingent en grec

Traduction: contingent, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
λεπτομέρεια, συγκυρία, μοιράζω, περιστατικό, πιθανότητα, ξέγνοιαστος, ευκαιρία, αδέσποτος, απαριθμώ, παρείσακτος, χωρίζω, πρόχειρος, μερίδιο, επεισόδιο, μοιράζομαι, κλήρος, ποσοστό, ποσόστωση, ποσόστωσης, ποσοστώσεων, ποσοστώσεως
Contingent en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): contingent

contingence, contingent adjectif, contingent annuel, contingent antonymes, contingent convertible, contingent dictionnaire de langue grec, contingent en grec

Traductions

  • contingence en grec - ενδεχόμενο, έκτακτης ανάγκης, έκτακτης, ανάγκης, απρόβλεπτα
  • contingences en grec - απρόβλεπτα, ενδεχόμενα, τους κινδύνους, απρόβλεπτων, ενδεχόμενες
  • continu en grec - σταθερός, μόνιμος, συνεχής, διαρκής, διαρκείας, αδιάκοπος, ασταμάτητος, ...
Mots aléatoires
Contingent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: λεπτομέρεια, συγκυρία, μοιράζω, περιστατικό, πιθανότητα, ξέγνοιαστος, ευκαιρία, αδέσποτος, απαριθμώ, παρείσακτος, χωρίζω, πρόχειρος, μερίδιο, επεισόδιο, μοιράζομαι, κλήρος, ποσοστό, ποσόστωση, ποσόστωσης, ποσοστώσεων, ποσοστώσεως