Correctement en grec
Traduction: correctement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σωστός, ευπρεπέστατα, σωστά, διορθώνω, δεξιός, δικαίωμα, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): correctement
correctement adverbe, correctement antonyme, correctement antonymes, correctement en allemand, correctement en anglais, correctement dictionnaire de langue grec, correctement en grec
Traductions
- corpuscule en grec - κύτταρο, μόριο, σωματίδιο, σωμάτιο, αιμοσφαίριο, αιμοσφαιρίων, corpuscle
- correct en grec - διορθώνω, άψογος, αλάθητος, δεξιός, σωστός, καθωσπρέπει, αδιάπτωτος, ...
- correcteur en grec - σημάδι, διορθωτής, διορθωτή, διόρθωσης, corrector, διόρθωσης της
- correction en grec - ρυθμίζω, μεταρρύθμιση, προσαρμόζω, διορθώνω, απόδειξη, σωστός, μεταρρυθμίζω, ...
Mots aléatoires
Correctement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σωστός, ευπρεπέστατα, σωστά, διορθώνω, δεξιός, δικαίωμα, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή
Traductions: σωστός, ευπρεπέστατα, σωστά, διορθώνω, δεξιός, δικαίωμα, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή