Créance en grec
Traduction: créance, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διεκδίκηση, εμπιστοσύνη, πίστωση, πίστη, ισχυρίζομαι, πεποίθηση, διεκδικώ, ισχυρισμός, εμπιστεύομαι, χρέος, χρέους, του χρέους, οφειλής, οφειλή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): créance
abandon de créance, cession créance, cession de créance, chirographaire, creance, créance dictionnaire de langue grec, créance en grec
Traductions
- créa en grec - δημιουργήθηκε, που δημιουργήθηκε, δημιούργησε, δημιουργούνται, δημιουργείται
- créai en grec - CREAI
- créancier en grec - πιστωτής, δανειστής, πιστωτή, δανειστή, πιστωτικός φορέας
- créant en grec - δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, δημιουργίας, δημιουργεί
Mots aléatoires
Créance en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διεκδίκηση, εμπιστοσύνη, πίστωση, πίστη, ισχυρίζομαι, πεποίθηση, διεκδικώ, ισχυρισμός, εμπιστεύομαι, χρέος, χρέους, του χρέους, οφειλής, οφειλή
Traductions: διεκδίκηση, εμπιστοσύνη, πίστωση, πίστη, ισχυρίζομαι, πεποίθηση, διεκδικώ, ισχυρισμός, εμπιστεύομαι, χρέος, χρέους, του χρέους, οφειλής, οφειλή