Crépiter en grec
Traduction: crépiter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ρωγμή, τραντάζω, ράγισμα, κροτάλισμα, σπάζω, κροταλίζω, κουδουνίζω, ραγίζω, τρίξιμο, τριζοβολώ, crackle, τριγμός, τριζοβόλημα, τριγμού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): crépiter
créditer wikipedia, crépiter anglais, crépiter antonymes, crépiter conjugaison, crépiter d'impatience, crépiter dictionnaire de langue grec, crépiter en grec
Traductions
- crépissage en grec - σοβάτισμα, σοβατίσματος, επίχρισμα, επιχρίσματος, επιχρίσματα
- crépitement en grec - τριζοβολώ, κροταλίζω, κουδουνίζω, τρίξιμο, τραντάζω, κροτάλισμα, τριξίματος, ...
- crépu en grec - σγουρός, χνουδάτος, τραγανιστός, κατσαρός, ξηρός, τσουχτερός, φριζαρισμένα, ...
- crépue en grec - ψευτομαχητής, κατσαρός, σγουρά, τα σγουρά, σγουρή, σγουρό
Mots aléatoires
Crépiter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ρωγμή, τραντάζω, ράγισμα, κροτάλισμα, σπάζω, κροταλίζω, κουδουνίζω, ραγίζω, τρίξιμο, τριζοβολώ, crackle, τριγμός, τριζοβόλημα, τριγμού
Traductions: ρωγμή, τραντάζω, ράγισμα, κροτάλισμα, σπάζω, κροταλίζω, κουδουνίζω, ραγίζω, τρίξιμο, τριζοβολώ, crackle, τριγμός, τριζοβόλημα, τριγμού