Crise en grec
Traduction: crise, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, σωριάζομαι, πέφτω, καταρρέω, σπασμός, κεσάτι, ύφεση, κατάθλιψη, κρίση, κρίσης, κρίσεων, των κρίσεων, της κρίσης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): crise
crise angoisse, crise antonymes, crise cardiaque, crise d'angoisse, crise d'épilepsie, crise dictionnaire de langue grec, crise en grec
Traductions
- criquet en grec - αποπαίρνω, ακρίδα, χαρουπιές, ακρίδων, locust, των χαρουπιών
- cris en grec - κραυγές, φωνάζοντας, φωνάζει, φωνές, να φωνάζει
- crispation en grec - ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
- crisper en grec - μπαίνω, συστέλλω, συρρικνώνομαι, σε υπερένταση, τεταμένη, ένταση, τεταμένες, ...
Mots aléatoires
Crise en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, σωριάζομαι, πέφτω, καταρρέω, σπασμός, κεσάτι, ύφεση, κατάθλιψη, κρίση, κρίσης, κρίσεων, των κρίσεων, της κρίσης
Traductions: επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, σωριάζομαι, πέφτω, καταρρέω, σπασμός, κεσάτι, ύφεση, κατάθλιψη, κρίση, κρίσης, κρίσεων, των κρίσεων, της κρίσης