Débauché en grec
Traduction: débauché, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ταραχή, ξεμαύλισμα, ξεμαυλίζω, όργιο, μαύλισμα, ακολασία, πληθώρα, μαυλίζω, ξεφάντωμα, ασωτία, εκμαυλίζω, κραιπάλη, ακολασίες, ακολασίας, της ακολασίας
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): débauché
débauche antonymes, débauche d'énergie, débauche dans la jet set, débauche de couleurs, débauche de mineur, débauché dictionnaire de langue grec, débauché en grec
Traductions
- débattus en grec - συζητήθηκαν, συζητηθεί, συζητούνται, συζητήθηκε, συζήτησε
- débaucher en grec - παρασύρω, δελεάζω, υπονομεύσει, ακο- λασία, για ακο- λασία
- débauché en grec - ταραξίας, γλεντζές, γρήγορος, έκλυτος, ακόλαστος, εκφυλίζομαι, γρήγορα, ...
Mots aléatoires
Débauché en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ταραχή, ξεμαύλισμα, ξεμαυλίζω, όργιο, μαύλισμα, ακολασία, πληθώρα, μαυλίζω, ξεφάντωμα, ασωτία, εκμαυλίζω, κραιπάλη, ακολασίες, ακολασίας, της ακολασίας
Traductions: ταραχή, ξεμαύλισμα, ξεμαυλίζω, όργιο, μαύλισμα, ακολασία, πληθώρα, μαυλίζω, ξεφάντωμα, ασωτία, εκμαυλίζω, κραιπάλη, ακολασίες, ακολασίας, της ακολασίας