Dépêchée en grec

Traduction: dépêchée, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποστέλλονται, αποστέλλεται, αποστολής, αποσταλεί, που αποστέλλονται
Dépêchée en grec
Autres langues

Mots associés / Définition (def): dépêchée

dépêcher synonyme, dépêchée antonymes, dépêchée grammaire, dépêchée mots croisés, dépêchée signification, dépêchée dictionnaire de langue grec, dépêchée en grec

Traductions

  • dépêchèrent en grec - αποστέλλονται, αποστέλλεται, αποστολής, αποσταλεί, που αποστέλλονται
  • dépêché en grec - αποστέλλονται, αποστέλλεται, αποσταλεί, απέστειλε, έστειλε
  • dépêchées en grec - αποστέλλονται, αποστέλλεται, αποστολής, αποσταλεί, που αποστέλλονται
  • dépêchés en grec - αποστέλλονται, αποστέλλεται, αποστολής, αποσταλεί, που αποστέλλονται
Mots aléatoires
Dépêchée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποστέλλονται, αποστέλλεται, αποστολής, αποσταλεί, που αποστέλλονται